- έωλος
- ος , ον несвежий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἕωλος — a day old masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έωλος — ο (ΑΜ ἕωλος, ον) 1. αυτός που απέμεινε από την προηγούμενη μέρα, χθεσινός, παλιός, μπαγιάτικος 2. (για τρόφιμα) μπαγιάτικος, μουχλιασμένος 3. (για αβγά) κλούβιος μσν. (για πράγματα) αυτός που καθυστέρησε αρχ. 1. (για πράξεις) παλιός,… … Dictionary of Greek
ἑωλότερον — ἕωλος a day old adverbial comp ἕωλος a day old masc acc comp sg ἕωλος a day old neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἕωλον — ἕωλος a day old masc/fem acc sg ἕωλος a day old neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑωλότερα — ἕωλος a day old neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑώλοις — ἕωλος a day old masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑώλοισι — ἕωλος a day old masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑώλου — ἕωλος a day old masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑώλους — ἕωλος a day old masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑώλων — ἕωλος a day old masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑώλῳ — ἕωλος a day old masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)